λύχνος

λύχνος
I
Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ ήταν σε ευρεία χρήση τουλάχιστον μέχρι τον 19ο αι., ενώ χρησιμοποιείται σε μερικά χωριά ακόμα και σήμερα. Οι παλαιότεροι γνωστοί λ. ανάγονται στην 7η χιλιετία π.Χ. και βρέθηκαν στην περιοχή της Μεσοποταμίας, ενώ παρεμφερείς κατασκευές εικάζεται ότι χρησιμοποιούνταν ήδη από την παλαιολιθική εποχή. Τα παλαιότερα δείγματα στον ελλαδικό χώρο προέρχονται από τις ανασκα
φές της Κρήτης (14ος αι. π.Χ.).
Ο ελληνικός λ., συνήθως αρκετά απλός, κατασκευασμένος στο χέρι από πηλό, είχε στην αρχή το σχήμα μιας γαβάθας με ελάχιστα τονισμένο στόμιο. Αργότερα, οι λ. κατασκευάζονταν σε τροχό και απέκτησαν μια παγιωμένη μορφή: σώμα κυκλικής διατομής που έφερε την οπή πλήρωσης με καύσιμη ύλη και ένα ρύγχος (μυκτήρας) που έφερε την οπή καύσης του φιτιλιού. Οι Ετρούσκοι είχαν κατασκευάσει ορειχάλκινους και πολύμυξους λ. με πολλές φλόγες, οι οποίοι μπορούσαν να αναρτηθούν. Οι ελληνιστικοί λ. ήταν κατασκευασμένοι με μήτρα και είχαν διακοσμημένη την επάνω επιφάνειά τους με σκηνές από τη μυθολογική παράδοση ή από την καθημερινή ζωή. Από αυτούς προέρχονται οι ρωμαϊκοί πήλινοι ή ορειχάλκινοι λ., με ανάγλυφες παραστάσεις σε ολόκληρη την επιφάνειά τους. Η χρήση πήλινων ή μετάλλινων λ. συνεχίστηκε και κατά τη βυζαντινή περίοδο, με έντονη την εμφάνιση ορειχάλκινων δειγμάτων.
Οι λ. αποτελούν πολύ χρήσιμο εύρημα στην αρχαιολογική έρευνα, γιατί περιλαμβάνουν πολλά στοιχεία αρχαίας τεχνογνωσίας και βοηθούν στη σαφή χρονολόγηση των αρχαιοφόρων στρωμάτων. Είναι επίσης γνωστή και η χρήση τους σε ιεροτελεστίες (βλ. λ. λυχνομαντεία).
Ορειχάλκινος λύχνος, που βρέθηκε σε ανασκαφές στο Γκαζνί του Αφγανιστάν.
II
(Ιχθ.). Κοινή ονομασία των τελεόστεων ψαριών του είδους Uranoscopus scaber της οικογένειας των oυρανοσκοπιδών, της τάξης των περκομόρφων. Ο λ. έχει μέσο μήκος περίπου 35 εκ., μεγάλο κεφάλι και μάτια στην κορυφή του κεφαλιού. Το χρώμα του είναι γκρίζο-καφέ στη ράχη και λευκοκίτρινο στην κοιλιά. Τρέφεται κυρίως με μικρά ψάρια· για να συλλάβει τη λεία του, ο λ. βυθίζεται σχεδόν τελείως στη λάσπη ή στην άμμο και κινεί, χρησιμοποιώντας ως δόλωμα, τη σκωληκοειδή απόφυση που φέρει στην κάτω γνάθο. Ζει στον Ατλαντικό, στη Μαύρη θάλασσα και στη Μεσόγειο σε βάθος έως 100 μ. Το κρέας του τρώγεται, ενώ ψαρεύεται συνήθως με ανεμότρατα. Σε ορισμένες περιοχές καλείται κούκκος και ουρανοσκόπος.
Το τελεόστεο ψάρι λύχνος.
* * *
ο (AM λύχνος, Α πληθ. και ετερογεν. λύχνα, τὰ)
1. φορητή συσκευή που παράγει φωτισμό με καύση ελαίου ή λίπους μέσω θρυαλλίδας, το λυχνάρι
2. φρ. «περὶ λύχνων ἁφάς» — κατά την ώρα που αρχίζει να νυχτώνει
μσν.
1. το υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή λυχναριών
2. φωτιά
μσν.-αρχ.
είδος ψαριού
αρχ.
στον πληθ. οἱ λύχνοι ή τὰ λύχνα
το μέρος τής αγοράς όπου πωλούνταν τα λυχνάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύχνος (< *λυκσνο-) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *luk-τής ΙΕ ρίζας *leuk- «λάμπω, φως» (πρβλ. λεύσσω, λευκός) + επίθημα *-sno και συνδέεται με συγγενείς τ., που παρουσιάζουν όμως φωνήεν -ευ- ή -ου- (πρβλ. αβεστ. raox-šna- «λαμπερός», λατ. luna, αρχ. πρωσ. luna «σελήνη», λατ. lumen «φως» < *leuksmen, *louksmen, *lousmen). Στον ελλ. τ. η μηδενισμένη βαθμίδα λυ-, έναντι τών lou-, lu- τών άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οφείλεται πιθ. στην προτίμηση τής Ελληνικής προς τη μηδενισμένη βαθμίδα εις βάρος τής ετεροιωμένης λου-. Η μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας απαντά επίσης στον τ. -λύκη (βλ. *λύκη).
ΠΑΡ. λυχνάρι, λυχνείο, λυχνία, λυχνικός, λυχνίο, λυχνίς, λυχνίσκος, λυχνίτης
αρχ.
λυχναίος, λυχνέα, λυχνεύς, λυχνεών, λυχνιαίος, λυχνίας, λυχνίτις, λύχνον, λυχνώδης, λύχνωμα
μσν.
λυχνεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λυχνοειδής, λυχνομαντεία, λυχνοποιός
αρχ.
λυχνάπτης, λυχναύγημα, λυχνέλαιο, λυχνόβιος, λυχνοδότης, λυχνοκαΐα, λυχνοκαυτώ, λυχνόπολις, λυχνοπώλης, λυχνούχος, λυχνοφόρος
νεοελλ.
λυχνοπέτα, λυχνοστάτης. (Β' συνθετικό) αρχ. άλυχνος, επίλυχνος, υψίλυχνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λύχνος — sno masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνος — ο το λυχνάρι (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЛИХН, ЛАМПА — •Λύχνος, была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из… …   Реальный словарь классических древностей

  • Лихн —    • Λύχνος,          была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из жаровен, покоившихся на высоких подставках или ножках и… …   Реальный словарь классических древностей

  • λύχνε — λύχνος sno masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνοι — λύχνος sno masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνους — λύχνος sno masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα …   Dictionary of Greek

  • λυχνάρι — το (Α λυχνάριον, Μ λυχνάριν) [λύχνος] νεοελλ. μσν. λύχνος μσν. πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι αρχ. μικρή λυχνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”